- ὑποτρόχῳ
- ὑπότροχοςon wheelsmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποτροχώ — άω, Α ὑποτρέχω*, ρέω αποκάτω («Ἀλφειὸς τὴν θάλατταν νέρθεν ὑποτροχάει», Μόσχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού ὑποτρέχω σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας (πρβλ. φέρω: φορῶ)] … Dictionary of Greek